- οινηγία
- οἰνηγία, ἡ (Α) [οινηγός]μεταφορά κρασιού («οἰνηγίαι διαπόντιοι», Κλήμ. Αλεξ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οἰνηγίαι — οἰνηγίᾱͅ , οἰνηγία conveyance of wine fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)